- περίπρησις
- περίπρησις, εως, ἡ,A burning all round,
ὅλου τοῦ σώματος Philum. Ven.24.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὅλου τοῦ σώματος Philum. Ven.24.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περίπρησις — burning all round fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπρησις — ήσεως, ἡ, Α [περιπρήθω] καύση ενός αντικειμένου από όλες τις πλευρές του, ολόγυρα («περίμπρησις ὅλου τοῡ σώματος», Φιλούμ.) … Dictionary of Greek